- ἡνωμένος
- ἑνόωmake oneperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηνωμένος — ηνωμένος, η, ο και ενωμένος, η, ο επίρρ. α: Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. – Ηνωμένο Βασίλειο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
είδηση — Σύντομο κείμενο που παρέχει πληροφορίες για ένα γεγονός. Περιέχει τρία στοιχεία: ένα συμβάν, ένα ρεπορτάζ (που μπορεί να μεταφέρει τη γνώση για το συμβάν) και ένα ακροατήριο (αναγνώστες, ακροατές ή θεατές), στο οποίο προσφέρεται το ρεπορτάζ μέσω… … Dictionary of Greek
ηνωμένως — (AM ἡνωμένως) επίρρ. 1. σε μια ενότητα 2. μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηνωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού ενώνω] … Dictionary of Greek
ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… … Православная энциклопедия